κισμέτ(ι)

κισμέτ(ι)
τό
1) судьба, участь; 2) счастье, удача

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κισμέτ(ι)" в других словарях:

  • κισμέτ(ι) — το η μοίρα, το πεπρωμένο, το ριζικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kismet < αραβ. kismat] …   Dictionary of Greek

  • Μινέλι, Βινσέντε — (Vincente Minnelli, Σικάγο 1910 – Καλιφόρνια 1986). Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός. Μεγαλωμένος σε μια θεατρική οικογένεια και με έμφυτη κλίση στο σχέδιο, ξεκίνησε να εργάζεται από τα εφηβικά του χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο στην… …   Dictionary of Greek

  • πεπρωμένο — το το γραμμένο από τη μοίρα, μοιραίο, τυχερό, γραφτό, ριζικό, κισμέτ: Από το πεπρωμένο του δεν μπορεί να ξεφύγει ο άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»